Still working to recover. Please don't edit quite yet.
ΓιώÏγος ΦωντÎνης:ΜανιφÎστο του ΕλευθεÏÎ¹Î±ÎºÎ¿Ï ÎšÎ¿Î¼Î¼Î¿Ï…Î½Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï
Γιώργος Φωντένης - Μανιφέστο του Ελευθεριακού Κομμουνισμού (1953)
Contents
Εισαγωγή[edit]
Το «Μανιφέστο του Ελευθεριακού Κομμουνισμού» γράφτηκε το 1953 από τον Georges Fontenis για την Federation Communiste Libertaire (F.C.L. - Κομμουνιστική Ελευθεριακή Ομοσπονδία) της Γαλλίας. Αποτελεί ένα από τα βασικά κείμενα του αναρχικού κομμουνιστικού ρεύματος. Ακολούθησε τις καλύτερες εργασίες των Μιχαήλ Μπακούνιν, Τζέϊμς Γκιγιώμ, Ερρίκο Μαλατέστα και Καμίλλο Μπερνέρι, την «Οργανωτική Πλατφόρμα των Αναρχικών Κομμουνιστών» που γράφτηκε από τους Νέστορα Μάχνο, Πιοτρ Αρσίνοφ και Ίντα Μετ, ως αποτέλεσμα των εμπειριών τους από τις ήττες της Ρωσικής Επανάστασης, καθώς και τις εργασίες της ομάδας «Οι Φίλοι του Ντουρρούτι» οι οποίες ήταν επίσης αποτέλεσμα μιας άλλης ήττας, αυτής της Ισπανικής Επανάστασης.
Όπως η «Πλατφόρμα», το «Μανιφέστο» αυτό γράφτηκε για να καταπολεμήσει τη τάση «σύνθεσης» των Σεμπαστιάν Φωρ και Βολίν, οι οποίοι αποπειράθηκαν να επιφέρουν έναν συμβιβασμό μεταξύ του στιρνερικού ατομικισμού, του αναρχοσυνδικαλισμού και του ελευθεριακού κομμουνισμού. Όπως και η «Πλατφόρμα», το «Μανιφέστο» επιβεβαίωσε εκ νέου την ταξική φύση του αναρχισμού και έδειξε πώς αναπήδησε μέσα από τους αγώνες των καταπιεσμένων. Έφερε μαζί του την εμπειρία άλλων 30 χρόνων αγώνα και ήταν ένα πιο ανεπτυγμένο ντοκουμέντο από την «Πλατφόρμα».
Ελευθερεριακός Κομμουνισμός, μια κοινωνική θεωρία[edit]
Ήταν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν αναπτυσσόταν η καπιταλισμός και πραγματοποιούνταν οι πρώτοι μεγάλοι αγώνες της εργατικής τάξης - και για να είμαστε πιο ακριβείς ήταν μέσα στη Α’ Διεθνή (1861-1871) - που εμφανίστηκε μια κοινωνική θεωρία ονομαζόμενη «επαναστατικός σοσιαλισμός» (αντιτιθέμενη στο ρεφορμισμό ή στον κρατικό νομικίστικο σοσιαλισμό). Η θεωρία αυτή ήταν επίσης γνωστή ως «αντιεξουσιαστικός σοσιαλισμός» ή «κολεκτιβισμός» και αργότερα ως «αναρχισμός», «αναρχικός κομμουνισμός» ή «ελευθεριακός κομμουνισμός».
Αυτή η θεωρία, εμφανίζεται ως αντίδραση των οργανωμένων σοσιαλιστών εργατών. Σε κάθε περίπτωση, συνδέεται με μια υπάρχουσα σταδιακή και σφοδρή ταξική πάλη. Είναι ένα ιστορικό προϊόν που έλκει την καταγωγή του από συγκεκριμένες συνθήκες της ιστορίας, από την ανάπτυξη των ταξικών κοινωνιών - και όχι μέσω της ιδεαλιστικής κριτικής εκ μέρους ελάχιστων στοχαστών.
Ο ρόλος των ιδρυτών της θεωρίας, κυρίως του Μπακούνιν, ήταν να εκφραστούν οι αληθινές φιλοδοξίες των μαζών, οι αντιδράσεις και οι εμπειρίες τους, και να μην δημιουργήσουν με τεχνητό τρόπο μια θεωρία με τη στήριξή τους σε μια καθαρά ιδεαλιστική αφηρημένη ανάλυση ή σε προηγούμενες θεωρίες. Ο Μπακούνιν - και μαζί με αυτόν ο Τζέιμς Γκιγιώμ, μετέπειτα ο Κροπόκιν ο Ρεκλύ, ο Ζαν Γκραβ, ο Μαλατέστα και άλλοι – άρχισαν να εξετάζουν την κατάσταση των εργατικών ενώσεων και των αγροτικών οργανώσεων, δηλαδή πώς αυτές οργανώνονταν και αγωνίζονταν.
Το ότι ο αναρχισμός έλκει την καταγωγή του από τους ταξικούς αγώνες δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Και τότε, πώς ο αναρχισμός έχει θεωρηθεί πολύ συχνά ως μια φιλοσοφία, μια ηθική ή μια ανεξάρτητη ηθική της ταξικής πάλης και, κατ’ επέκταση, ως μια μορφή ανθρωπισμού αποσυνδεμένη από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες;
Διακρίνουμε αρκετούς λόγους γι’ αυτό. Αφενός, οι πρώτοι αναρχικοί θεωρητικοί επιδίωξαν μερικές φορές να εμπιστευθούν τις απόψεις διαφόρων συγγραφέων, οικονομολόγων και ιστορικών που είχαν έρθει στο προσκήνιο πριν από αυτούς (ειδικά του Προυντόν, αρκετά από τα έργα του οποίου εκφράζουν αναμφισβήτητα τις αναρχικές ιδέες).
Οι θεωρητικοί που ακολούθησαν αυτά τα έργα έχουν ακόμα μερικές φορές στηριχθεί σε ιδέες συγγραφέων όπως οι Λα Μποετιέ, Σπένσερ, Γκόντγουιν, Στίρνερ, Τάκερ και άλλους, ιδέες ανάλογες με τον αναρχισμό - υπό την έννοια ότι καταδεικνύουν μια αντίθεση στις μορφές εκμεταλλευτικών κοινωνιών και στις αρχές κυριαρχίας που ανακάλυψαν σε αυτές. Αλλά οι θεωρίες των Γκόντγουιν, Στίρνερ, Τάκερ και των υπολοίπων είναι απλά παρατηρήσεις της κοινωνίας - δεν λαμβάνουν υπόψη την Ιστορία και τις δυνάμεις που την καθορίζουν, ή τους αντικειμενικούς όρους που δημιουργούν το πρόβλημα της Επανάστασης.
Αφετέρου, σε όλες τις κοινωνίες που έχουν εδραιωθεί στην εκμετάλλευση και την κυριαρχία έχουν συμβεί πάντα μεμονωμένες ή συλλογικές πράξεις εξέγερσης, μερικές φορές με ένα κομμουνιστικό και ομοσπονδιακό ή αληθινά δημοκρατικό περιεχόμενο. Κατά συνέπεια, ο αναρχισμός έχει θεωρηθεί μερικές φορές ως η έκφραση της αιώνιας πάλης των λαών προς την ελευθερία και τη δικαιοσύνη - μια ασαφής ιδέα, που στηρίζεται ανεπαρκώς στην κοινωνιολογία ή την ιστορία, και μια ιδέα που τείνει να μετατρέψει τον αναρχισμό σε έναν ασαφή ανθρωπισμό βασισμένο στις αφηρημένες έννοιες της «ανθρωπότητας» και της «ελευθερίας». Οι αστοί ιστορικοί του κινήματος της εργατικής τάξης είναι πάντα έτοιμοι να αναμίξουν τον αναρχικό κομμουνισμό με ατομικιστικές και ιδεαλιστικές θεωρίες και είναι σε αρκετά μεγάλη έκταση υπεύθυνοι για την όλη σύγχυση. Είναι αυτοί οι ίδιοι που έχουν προσπαθήσει να φέρουν κοντά τον Στίρνερ με τον Μπακούνιν.
Ξεχνώντας τις συνθήκες γέννησης του αναρχισμού, (ο αναρχισμός) έχει μερικές φορές μετατραπεί σε ένα είδος υπερφιλελευθερισμού, χάνοντας τον υλιστικό, ιστορικό και επαναστατικό του χαρακτήρα.
Αλλά οπωσδήποτε, ακόμα και αν οι επαναστάσεις που προηγήθηκαν του 19ου αιώνα και οι ιδέες ορισμένων συγκεκριμένων φιλοσόφων για τις σχέσεις μεταξύ των μεμονωμένων ανθρώπων και των ανθρώπινων ομάδων προετοίμασαν τον δρόμο για τον αναρχισμό, εντούτοις δεν υπήρξε κανένας αναρχισμός και ανάλογη θεωρία μέχρι τον Μπακούνιν. Για παράδειγμα, τα έργα του Γκόντγουιν εκφράζουν αρκετά θαυμάσια την ύπαρξη της ταξικής κοινωνίας, ακόμα και αν το κάνουν αυτό με έναν ιδεαλιστικό και συγχυσμένο τρόπο. Και η αλλοτρίωση του ατόμου από την ομάδα, την οικογένεια, τη θρησκεία, το Κράτος, την ηθική κ.λπ. είναι βεβαίως θέμα κοινωνικής φύσης, είναι φυσικά η έκφραση μιας κοινωνίας που διαιρείται σε κάστες ή τάξεις.
Μπορεί να ειπωθεί ότι τοποθετήσεις, ιδέες και τρόποι ενεργοποίησης των ανθρώπων που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε επαναστάτες, μη κομφορμιστές ή αναρχικούς υπό την ασαφή έννοια του όρου, υπήρχαν πάντα.
Αλλά η συνεπής διατύπωση μιας αναρχικής κομμουνιστικής θεωρίας χρονολογείται από το τέλος του 19ου αιώνα και συνεχίζεται κάθε μέρα, τελειοποιούμενη και γινόμενη πιο ακριβής. Έτσι, ο αναρχισμός δεν θα μπορούσε να αφομοιωθεί σε μια φιλοσοφία ή μια αφηρημένη ή ατομικιστική ηθική.
Γεννήθηκε μέσα και έξω από την κοινωνία, και οι αναρχικές κομμουνιστικές φιλοδοξίες έπρεπε να περιμένουν μια δεδομένη ιστορική περίοδο και μια δεδομένη κατάσταση του ταξικού ανταγωνισμού για να παρουσιαστούν ξεκάθαρα για το φαινόμενο εκείνο ή την εξέγερση που θα οδηγούσε σε μια συνεπή και πλήρη επαναστατική αντίληψη.
Δεδομένου ότι ο αναρχισμός δεν είναι μια αφηρημένη φιλοσοφία ή μια ηθική δεν μπορεί να απευθυνθεί σε ένα αφηρημένο πρόσωπο, στο πρόσωπο γενικά. Για τον αναρχισμό δεν υπάρχει ολοκληρωμένος άνθρωπος στις κοινωνίες μας: υπάρχει ο εκμεταλλευόμενος άνθρωπος μέρος των τάξεων που λεηλατούνται, και υπάρχει ο άνθρωπος μέρος των προνομιούχων ομάδων, της κυρίαρχης τάξης. Μιλώντας σε ένα γενικό πρόσωπο (ο αναρχισμός) πέφτει σε λάθος ή σε ένα σόφισμα των φιλελευθέρων που μιλούν στον «πολίτη» χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες των πολιτών. Και το να μιλάς στο πρόσωπο γενικά, ενώ αρνείσαι το γεγονός ότι υπάρχουν τάξεις και μια ταξική πάλη, ενώ ικανοποιείται κάποιος με κούφιες ρητορικές δηλώσεις περί Ελευθερίας και Δικαιοσύνης - υπό μια γενική έννοια και με κεφαλαία γράμματα – είναι σαν να επιτρέπεται σε όλους τους αστούς φιλοσόφους που εμφανίζονται ως φιλελεύθεροι αλλά στην πραγματικότητα είναι συντηρητικοί ή αντιδραστικοί, να διεισδύσουν στον αναρχισμό, διαστρέφοντάς τον σε έναν ασαφή ανθρωπισμό, για να ευνουχίσουν τη θεωρία (του αναρχισμού), την οργάνωση και τους μαχητές του. Υπήρξε μια εποχή, και για να είμαστε τίμιοι η εποχή αυτή εξακολουθεί να υφίσταται σε μερικές χώρες μέσω συγκεκριμένων ομάδων, που ο αναρχισμός εκφυλίστηκε σε ένα δακρύβρεχτο απόλυτο φιλειρηνισμό ή ένα είδος συναισθηματικού Χριστιανισμού. Έπρεπε να αντιδράσουμε σε αυτό και τώρα ο αναρχισμός επιτίθεται στον παλαιό κόσμο με κάτι άλλο διαφορετικό από τις διάφορες ακατέργαστες σκέψεις.
Είναι στους ληστεμένους, τους εκμεταλλευόμενους, το προλεταριάτο, τον εργαζόμενο και τους αγρότες που απευθύνεται ο αναρχισμός, ως κοινωνική θεωρία και επαναστατική μέθοδος - επειδή μόνο η εκμεταλλευόμενη τάξη, ως κοινωνική δύναμη, μπορεί να κάνει την Επανάσταση. Μήπως εννοούμε με αυτό ότι η εργατική τάξη συνιστά την τάξη-μεσσία, ότι οι εκμεταλλευόμενοι διαθέτουν μια θεόσταλτη ξεκάθαρη θεώρηση, κάθε καλή ποιότητα και κανένα ελάττωμα; Αν ίσχυε αυτό θα μετατρέπαμε τον εργάτη σε είδωλο, σε ένα νέο είδος μεταφυσικής.
Αλλά η τάξη που εκμεταλλεύεται, αποξενώνεται και καταληστεύεται με δόλιο τρόπο, το προλεταριάτο - υπό την ευρεία έννοιά του και αποτελούμενο και από την εργατική τάξη ως κατάλληλα ορισμένη (αποτελούμενη από τους χειρώνακτες που έχουν μια ορισμένη κοινή ψυχολογία, έναν ορισμένο τρόπο σκέψης) και άλλους μισθωτούς όπως εργαζόμενους σε γραφεία ή, θέτοντάς το αλλιώς, τη μάζα των ατόμων των οποίων η μόνη λειτουργία στην παραγωγή και την πολιτική τάξη είναι να εκτελούν διαταγές και έτσι αυτών που απομακρύνονται από τον έλεγχο - αυτή η τάξη μπορεί μόνο να νικήσει την εξουσία και την εκμετάλλευση μέσω της οικονομικής και κοινωνικής της θέσης. Θα ήταν ικανοί οι παραγωγοί από μόνοι τους να επιφέρουν τον εργατικό έλεγχο και αυτό που θα μπορούσε να είναι η επανάσταση εάν δεν υπήρχε ο έλεγχος από όλους τους παραγωγούς;
Επομένως, η προλεταριακή τάξη είναι πάνω απ’ όλα η επαναστατική τάξη, επειδή η επανάσταση που μπορεί να επιφέρει είναι μια κοινωνική και όχι μόνο μια πολιτική επανάσταση, γιατί απελευθερώνοντας τον εαυτό της απελευθερώνει όλη την ανθρωπότητα, με τη συντριβή της εξουσίας της προνομιούχου τάξης καταργεί τις τάξεις.
Βεβαίως σήμερα δεν υπάρχουν ακριβή όρια μεταξύ των τάξεων. Είναι κατά τη διάρκεια των διάφορων επεισοδίων της ταξικής πάλης που υφίσταται ο διαχωρισμός. Δεν υπάρχουν ακριβή όρια αλλά υπάρχουν δύο πόλοι – το προλεταριάτο και η αστική τάξη (καπιταλιστές, γραφειοκράτες κ.ά.). Οι λεγόμενες μεσαίες τάξεις διασπώνται σε περιόδους κρίσης και κινούνται προς κάποιον από τους δύο πόλους, όντας ανίκανες να παρέχουν μια λύση από μόνες τους δεδομένου ότι δεν έχουν ούτε τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του προλεταριάτου ούτε τον πραγματικό έλεγχο της σύγχρονης κοινωνίας όπως η αστική τάξη κατάλληλα ορισμένη. Για παράδειγμα, σε απεργίες, μπορείτε να δείτε ότι ένα τμήμα των τεχνικών (ειδικά εκείνων που είναι ειδικοί, ή εκείνων που εργάζονται στα ερευνητικά τμήματα για παράδειγμα) προσκολλούνται στην εργατική τάξη, ενώ ένα άλλο (τεχνικοί που βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις προσωπικού και οι περισσότεροι απ’ όσους ασκούν εποπτικούς ρόλους) απομακρύνονται από την εργατική τάξη, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Η συνδικαλιστική πρακτική στηρίζεται πάντα στη γραμμή «δοκιμάζουμε έστω κι αν κάνουμε λάθος», στον πραγματισμό, οργανώνοντας στο συνδικάτο ορισμένους μόνο τομείς και όχι άλλους, σύμφωνα με το ρόλο και την ειδικότητά τους. Εν πάση περιπτώσει, είναι η ειδικότητα και η στάση που διακρίνουν μια τάξη παρά ο ετήσιος μισθός.
Έτσι υπάρχει το προλεταριάτο. Υπάρχει το πιο καθορισμένο, πιο ενεργό μέρος του, η εργατική τάξη, επακριβώς ορισμένη. Υπάρχει επίσης κάτι ευρύτερο από το προλεταριάτο και που περιλαμβάνει άλλα κοινωνικά στρώματα που πρέπει να έρθουν με το μέρος μας μέσω της δράσης: αυτό είναι η μάζα εκείνη των ανθρώπων που περιλαμβάνει τους μικρούς αγρότες, τους φτωχούς χειροτέχνες και άλλους καθώς επίσης και το προλεταριάτο.
Δεν είναι ζήτημα του έρωτά μας για κάποιον προλεταριακό μυστικισμό, αλλά είναι ζήτημα εκτίμησης αυτού του συγκεκριμένου γεγονότος: ότι το προλεταριάτο, ακόμα και αν η συνειδητοποίησή του είναι αργή και παρά τις υποχωρήσεις και τις ήττες του, είναι τελικά ο μόνος πραγματικός δημιουργός της Επανάστασης.
Λέει ο Μπακούνιν: «Να καταλάβετε ότι από τη στιγμή που ο προλετάριος, ο χειρώνακτας, ο κοινός εργάτης, είναι ο ιστορικός εκπρόσωπος του τελευταίου συστήματος σκλαβιάς σε παγκόσμια κλίμακα, η χειραφέτησή τους είναι χειραφέτηση όλων, ο θρίαμβός τους είναι ο τελικός θρίαμβος της ανθρωπότητας...»
Βεβαίως συμβαίνει άνθρωποι που ανήκουν στις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες να αποσπώνται από την τάξη τους και, με την ιδεολογία και τα πλεονεκτήματά της, να έρχονται στον αναρχισμό. Η συμβολή τους είναι σημαντική, αλλά υπό μια κάποια έννοια αυτοί οι άνθρωποι γίνονται προλετάριοι.
Για τον Μπακούνιν ξανά, οι επαναστάτες σοσιαλιστές, δηλαδή οι αναρχικοί, μιλούν στις «εργαζόμενες μάζες στις πόλεις και στην ύπαιθρο, συμπεριλαμβανομένων όλων των ανθρώπων καλής θέλησης από τις ανώτερες τάξεις που διαχωρίζονται ξεκάθαρα από το παρελθόν τους, ενώνονται ανεπιφύλακτα μαζί τους και δέχονται το πρόγραμμά τους πλήρως».
Αλλά για όλα αυτά δεν μπορείτε να πείτε ότι ο αναρχισμός απευθύνεται σε κάποιο αφηρημένο πρόσωπο, στο πρόσωπο γενικά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την κοινωνική θέση τους.
Το να στερήσουμε τον αναρχισμό από τον ταξικό του χαρακτήρα τον καταδικάζουμε σε μια αμορφία, σε ένα κενό περιεχομένου δόγμα, έτσι ώστε να γίνει ένα αντιφατικό φιλοσοφικό χόμπι, μια περιέργεια για ευφυείς αστούς, ένα αντικείμενο συμπόνιας για τους ανθρώπους που νοσταλγούν ένα ιδανικό, αντικείμενο ακαδημαϊκής συζήτησης.
Έτσι συμπεραίνουμε: Ο αναρχισμός δεν είναι μια φιλοσοφία του ατόμου ή του ανθρώπου υπό μια γενική έννοια.
Ο αναρχισμός είναι, εάν θέλετε, μια φιλοσοφία ή μια ηθική, αλλά υπό μια πολύ ειδική, πολύ συγκεκριμένη έννοια. Είναι τέτοια από τις επιθυμίες που αντιπροσωπεύει, από τους στόχους που θέτει: όπως λέει ο Μπακούνιν – «Ο (προλεταριακός) θρίαμβος είναι ο τελικός θρίαμβος της ανθρωπότητας...»
Προλεταριακός, βασισμένος κατ’ αρχήν στην τάξη, είναι μόνο σύμφωνα με τους στόχοι του που, είναι οικουμενικά ανθρώπινος ή, εάν προτιμάτε, ανθρωπιστικός.
Είναι μια σοσιαλιστική θεωρία ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, ο μόνος αληθινός σοσιαλισμός ή κομμουνισμός, η μόνη θεωρία και μέθοδος ικανή να επιτύχει μια κοινωνία χωρίς κάστες και τάξεις, να φέρει την ελευθερία και την ισότητα.
Ο κοινωνικός αναρχισμός ή ο αναρχικός κομμουνισμός ή πάλι ο ελευθεριακός κομμουνισμός, είναι μια θεωρία της κοινωνικής επανάστασης που απευθύνεται στο προλεταριάτο, τις επιθυμίες του οποίου αντιπροσωπεύει, την αληθινή ιδεολογία του οποίου καταδεικνύει - μια ιδεολογία για την οποία το προλεταριάτο γίνεται ενήμερο μέσω της ίδιας της εμπειρίας του.
Το πρόβλημα του προγράμματος[edit]
Καθώς ο αναρχισμός είναι μια κοινωνική θεωρία αυτό τον καθιστά γνωστό μέσω ενός συνόλου αναλύσεων και προτάσεων που καθορίζουν τους σκοπούς και τους στόχους, με άλλα λόγια μέσω ενός προγράμματος. Και είναι αυτό το πρόγραμμα που αποτελεί την κοινή πλατφόρμα όλων των αγωνιστών στην αναρχική οργάνωση. Χωρίς αυτή την πλατφόρμα, η μόνη συνεργασία που θα μπορούσε να υπάρξει θα βασιζόταν σε συναισθηματικές, ασαφείς και συγχυσμένες επιθυμίες, και δεν θα υπήρχε οποιαδήποτε πραγματική ενότητα απόψεων. Θα υπήρχε τότε μόνο μια απλή ενοποίηση κάτω από το ίδιο όνομα διαφορετικών και ακόμη αντιτιθέμενων μεταξύ τους ιδεών.
Εδώ προκύπτει ένα ερώτημα: δεν θα μπορούσε το πρόγραμμα να είναι μια σύνθεση, λαμβάνοντας υπόψη αυτό που είναι κοινό στους ανθρώπους που αναφέρονται στο ίδιο ιδανικό ή, ακριβέστερα, στο ίδιο πράγμα ή σχεδόν στην ίδια ετικέτα; Θα ήταν τότε σαν να επιδιωκόταν μια τεχνητή ενότητα με την οποία να αποφεύγονται οι συγκρούσεις και θα επιδοκιμάζονταν μόνο τις περισσότερες φορές αυτά που δεν είναι πραγματικά σημαντικά: θα είχαμε μεν μια κοινή αλλά σχεδόν κενή πλατφόρμα. Το πείραμα έχει δοκιμαστεί πάρα πολλές φορές και έξω από «συνθέσεις» - συνδικάτα, συνασπισμοί, συμμαχίες και συνενοήσεις – και έχει πάντα επιφέρει αναποτελεσματικότητα και μια γρήγορη επιστροφή στις συγκρούσεις: καθώς η πραγματικότητα δημιουργεί προβλήματα για τα οποία καθένας προσέφερε διαφορετικές ή αντίθετες λύσεις και οι παλαιές μάχες επανεμφανίστηκαν και η κενότητα, η αχρηστία του κοινού ψευδοπρογράμματος - που θα μπορούσε μόνο να είναι μια άρνηση δράσης - παρουσιάστηκε ξεκάθαρα.
Και εκτός αυτού, η ίδια η ιδέα της δημιουργίας ενός προγράμματος από συρραφές, με το να ψάχνουμε για μίνιμουμ σημεία που υιοθετούνται από κοινού, υποθέτει ότι όλες οι απόψεις που τίθενται είναι σωστές και ότι ένα πρόγραμμα μπορεί ακριβώς να ξεπηδήσει από τα μυαλά των ανθρώπων αφηρημένα.
Τώρα, ένα επαναστατικό πρόγραμμα, το αναρχικό πρόγραμμα, δεν μπορεί να είναι κάτι που δημιουργείται από ελάχιστους ανθρώπους και επιβάλλεται έπειτα στις μάζες. Είναι το αντίθετο αυτού που πρέπει να συμβεί: το πρόγραμμα της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής, της ενεργού μειοψηφίας, μπορεί μόνο να είναι η έκφραση - συνοπτική και δυναμική, σαφής και αποδοτική, συνειδητή και απλή - των επιθυμιών των εκμεταλλευόμενων μαζών που καλούνται να κάνουν την Επανάσταση. Με άλλα λόγια: η τάξη προηγείται του πολιτικού κόμματος.
Το πρόγραμμα πρέπει να καθοριστεί μετά από τη μελέτη, τη δοκιμή και την παράδοση που επιζητείται συνεχώς από τις μάζες. Έτσι στην επεξεργασία του προγράμματος πρέπει να επικρατήσει μια συγκεκριμένη εμπειριοκρατία, που να αποφεύγει το δογματισμό και να μην αποτελεί ένα σχέδιο που συντάσσεται από μια μικρή ομάδα επαναστατών στο όνομα των όσων παρουσιάζεται από τις δραστηριότητες και τις σκέψεις των μαζών. Με τη σειρά του, όταν το πρόγραμμα επεξεργαστεί και παρουσιαστεί έρθει προς γνώση αυτών των μαζών μπορεί μόνο να βελτιώσει το επίπεδο συνείδησής τους. Τελικά, το πρόγραμμα, καθορισμένο κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορεί να τροποποιηθεί καθώς προχωρεί η ανάλυση της κατάστασης και των τάσεων των μαζών και μπορεί να επαναδιατυπωθεί με πιο σαφείς και πιο ακριβείς όρους.
Σκεπτόμενοι κατ’ αυτό τον τρόπο, το πρόγραμμα δεν είναι πλέον μια ομάδα δευτερευόντων σημείων που φέρνουν μαζί - ή μάλλον που δεν διαχωρίζουν – ανθρώπους που ίσως σκέφτονται σχεδόν το ίδια πράγματα, αλλά είναι, αντίθετα, ένα σώμα αναλύσεων και προτάσεων που υιοθετείται μόνο από εκείνους που πιστεύουν σ’ αυτές και που αναλαμβάνουν να τις διαδώσουν και να το κάνουν πραγματικότητα. Αλλά ίσως πείτε, ότι αυτή η πλατφόρμα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή από κάποιο άτομο ή μια ομάδα. Φυσικά, αλλά δεδομένου ότι δεν είναι ζήτημα οποιουδήποτε παλαιού προγράμματος αλλά το πρόγραμμα του κοινωνικού αναρχισμού, οι μόνες προτάσεις που θα γίνουν αποδεκτές είναι εκείνες που συμφωνούν με τα ενδιαφέροντα, τις επιθυμίες, τη σκέψη και την επαναστατική ικανότητα της εκμεταλλευόμενης τάξης. Κατόπιν μπορείτε να μιλήσετε κανονικά για μια σύνθεση επειδή δεν είναι πλέον ζήτημα παραμερισμού σημαντικών πραγμάτων που προκαλούν διαχωρισμό - είναι πλέον ζήτημα ανάμιξης των νέων κοινών προτάσεων που μπορούν να φέρουν την ενοποίηση σε ουσιαστικά σημεία. Είναι ο ρόλος των συνεδριάσεων μελέτης, των συνελεύσεων και των συνεδρίων των επαναστατών για να προσδιορίσουν ένα πρόγραμμα, μετά να συσπειρωθούν ξανά και να συγκροτήσουν την οργάνωσή τους πάνω σ’ αυτό το πρόγραμμα.
Το δράμα είναι ότι διάφορες οργανώσεις υποστηρίζουν ότι αντιπροσωπεύουν αληθινά την εργατική τάξη - μεταρρυθμιστικές σοσιαλιστικές και εξουσιαστικές κομμουνιστικές οργανώσεις καθώς επίσης και αναρχικές οργανώσεις. Μόνο η εμπειρία μπορεί να λύσει το ζήτημα, μπορεί σίγουρα να αποφασίσει ποιο είναι σωστό.
Δεν υπάρχει καμία πιθανή επανάσταση εκτός αν η μάζα των ανθρώπων που θα τη δημιουργήσει συσπειρωθεί στη βάση μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής ενότητας, εκτός αν ενεργούν με το ίδιο μυαλό. Για μας αυτό σημαίνει ότι μέσω της εμπειρίας τους οι μάζες θα καταλήξουν ανακαλύπτοντας την πορεία προς τον ελευθεριακό κομμουνισμό. Αυτό επίσης σημαίνει ότι η αναρχική θεωρία δεν είναι ποτέ πλήρης όσον αφορά τις λεπτομερείς της απόψεις και την εφαρμογή τους και ότι δημιουργείται και ολοκληρώνεται συνεχώς υπό το φως των ιστορικών γεγονότων.
Από μερικές δοκιμές όπως η Κομμούνα του Παρισιού, η λαϊκή επανάσταση στη Ρωσία το 1917, η Μαχνοβτσίνα, τα επιτεύγματα στην Ισπανία, οι απεργίες, το γεγονός ότι η εργατική τάξη αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα του ολικού ή μερικού κρατικού σοσιαλισμού (από την ΕΣΣΔ στις εθνικοποιήσεις και τις προδοσίες των πολιτικών κομμάτων της Δύσης) - από όλα αυτά φαίνεται πιθανό να δηλώσουμε ότι το αναρχικό πρόγραμμα, με όλες τις τροποποιήσεις του, παραμένει ανοικτό, και αντιπροσωπεύει την κατεύθυνση στην οποία θα αποκαλυφθεί η ιδεολογική ενότητα των μαζών.
Προς στιγμήν, ας ικανοποιηθούμε με να το συνοψίσουμε αυτό το πρόγραμμα έτσι: για μια κοινωνία χωρίς τάξεις και χωρίς Κράτος.
Μάζες κι επαναστατική εμπροσθοφυλακή[edit]
Σχέσεις μεταξύ των μαζών και της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής
Έχουμε δει, σχετικά το πρόβλημα του προγράμματος, ποια είναι η γενική ιδέα μας όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της καταπιεσμένης τάξης και της επαναστατικής οργάνωσης που καθορίζεται από ένα πρόγραμμα (δηλαδή το πολιτικό κόμμα υπό την αληθινή έννοια της λέξης). Αλλά δεν μπορούμε μόνο να πούμε «η τάξη προηγείται του κόμματος» και να το αφήσουμε εκεί. Πρέπει να επεκταθούμε σε αυτό, να εξηγήσουμε πώς η ενεργός μειοψηφία, η επαναστατική εμπροσθοφυλακή, είναι απαραίτητη χωρίς να μεταβληθεί σε μια ηγεσία στρατιωτικού τύπου, μια δικτατορία πάνω στις μάζες. Με άλλα λόγια, πρέπει να δείξουμε ότι η αναρχική ιδέα της ενεργού μειοψηφίας δεν είναι σε καμία περίπτωση ελιτίστικη, ολιγαρχική ή ιεραρχική.
(Ι) Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΕΜΠΡΟΣΘΟΦΥΛΑΚΗΣ[edit]
Υπάρχει μια ιδέα που λέει ότι η αυθόρμητη πρωτοβουλία των μαζών είναι αρκετή για κάθε επαναστατική πιθανότητα.
Είναι αλήθεια ότι η ιστορία μας παρουσιάζει μερικά γεγονότα τα οποία μπορούμε να θεωρήσουμε ως αυθόρμητες μαζικές προόδους, και αυτά τα γεγονότα είναι πολύτιμα επειδή μας παρουσιάζουν τις δυνατότητες και την επινοητικότητα των μαζών. Αλλά αυτό δεν οδηγεί καν σε μια γενική έννοια του αυθορμητισμού - αυτό θα ήταν μοιρολατρικό. Ένας τέτοιος μύθος οδηγεί στη λαϊκίστικη δημαγωγία και την αιτιολόγηση του χωρίς αρχές εξεγερτισμού (rebellism). Μπορεί να είναι αντιδραστικός και να οδηγήσει σε μια πολιτική του στυλ βλέποντας-και-κάνοντας και έναν συμβιβασμό.
Αντιτιθέμενοι σ’ αυτό βρίσκουμε μια καθαρά εκούσια (voluntarist) ιδέα που δίνει την επαναστατική πρωτοβουλία μόνο στην οργάνωση της εμπροσθοφυλακής. Μια τέτοια ιδέα οδηγεί σε μια απαισιόδοξη αξιολόγηση του ρόλου των μαζών, σε μια αριστοκρατική περιφρόνηση για την πολιτική τους δυνατότητα, σε μια καλυμμένη κατεύθυνση της επαναστατικής δραστηριότητας και έτσι στην ήττα. Αυτή η ιδέα περιέχει στην πραγματικότητα το μικρόβιο της γραφειοκρατίας και της Κρατιστικής αντεπανάστασης.
Κοντά στην ιδέα περί αυθόρμητου μπορούμε να δούμε μια θεωρία σύμφωνα με την οποία οι μαζικές οργανώσεις, για παράδειγμα τα συνδικάτα, είναι όχι μόνο ικανοποιητικά γι’ αυτά τα ίδια αλλά είναι επαρκή για όλα. Αυτή η ιδέα, που αυτοαποκαλείται συνολικά αντιπολιτική, είναι στην πραγματικότητα μια οικονομίστικη έννοια που εκφράζεται συχνά ως «γνήσιος συνδικαλισμός». Αλλά θα επισημάνουμε ότι εάν η θεωρία θέλει να διατηρηθεί τότε πρέπει οι υποστηρικτές της να απόσχουν από την κατάρτιση οποιουδήποτε προγράμματος, οποιασδήποτε τελικής δήλωσης.
Διαφορετικά, θα αποτελέσουν μια ιδεολογική οργάνωση, μάλλον μικρή, ή θα διαμορφώσουν μια ηγεσία που θα ακολουθήσει έναν δεδομένο προσανατολισμό. Έτσι αυτή η θεωρία θα είναι συνεπής μόνο εάν περιορίζεται σε μια κοινωνικά ουδέτερη κατανόηση των κοινωνικών προβλημάτων, στον εμπειρισμό.
Εξίσου μακριά από τον αυθορμητισμό, τον εμπειρισμό και τον εθελοντισμό, τονίζουμε την ανάγκη για μια ειδική επαναστατική αναρχική οργάνωση, θεωρούμενης ως της συνειδητής και ενεργού εμπροσθοφυλακής του λαού.
(ΙΙ) Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΕΜΠΡΟΣΘΟΦΥΛΑΚΗΣ[edit]
Η επαναστατική εμπροσθοφυλακή ασκεί βεβαίως έναν καθοδηγητικό και πρωταρχικό ρόλο στις σχέσεις με το κίνημα των μαζών. Τα επιχειρήματα εναντίον αυτού μας φαίνονται άσκοπα καθώς ποια άλλη χρήση μπορεί να έχει μια επαναστατική οργάνωση; Η ίδια η ύπαρξή της πιστοποιεί τον καθοδηγητικό και ηγετικό χαρακτήρα της. Τα πραγματικά ζητήματα είναι να ξέρουμε πώς πρόκειται να κατανοηθεί αυτός ο ρόλος, ποιο νόημα δίνουμε στη λέξη «ηγετικό».
Η επαναστατική οργάνωση τείνει να δημιουργηθεί από το γεγονός ότι οι πιο συνειδητοί εργαζόμενοι αισθάνονται την αναγκαιότητά της όταν έρχονται αντιμέτωπη με την άνιση πρόοδο και την ανεπαρκή συνοχή των μαζών. Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι η επαναστατική οργάνωση δεν πρέπει να αποτελέσει μια εξουσία πάνω στις μάζες. Ο ρόλος της ως οδηγού πρέπει να θεωρηθεί ως η διατύπωση και η έκφραση ενός ιδεολογικού προσανατολισμού, οργανωτικού και τακτικού - ενός προσανατολισμού ειδικευμένου, λεπτομερούς και προσαρμοσμένου στη βάση των εμπειριών και των επιθυμιών των μαζών. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι οδηγίες της οργάνωσης δεν θα είναι έξωθεν διαταγές αλλά μάλλον η καθρεπτισμένη έκφραση των γενικών φιλοδοξιών του λαού.
Δεδομένου ότι η κατευθυντήρια λειτουργία της επαναστατικής οργάνωσης δεν μπορεί ενδεχομένως να είναι καταναγκαστική μπορεί μόνο να αποκαλυφθεί με την προσπάθειά της να κάνει επιτυχείς τις ιδέες της, με το να δώσει στη μάζα των ανθρώπων μια λεπτομερή γνώση των θεωρητικών αρχών της και της κύριας τακτικής γραμμής της. Είναι ένας αγώνας μέσω των ιδεών και επίσης μέσω του παραδείγματος. Και εάν δεν έχει λησμονηθεί ότι το πρόγραμμα της επαναστατικής οργάνωσης, ο δρόμος και τα μέσα που παρουσιάζει, αντανακλούν τις εμπειρίες και τις επιθυμίες των μαζών - ότι δηλαδή η οργανωμένη εμπροσθοφυλακή είναι βασικά ο καθρέφτης της εκμεταλλευόμενης τάξης - τότε είναι σαφές ότι η καθοδήγηση δεν υπαγορεύει αλλά συντονίζει τον προσανατολισμό, ότι, αντίθετα, αντιτάσσεται σε οποιοδήποτε γραφειοκρατικό χειρισμό των μαζών, πειθαρχία στρατιωτικού στυλ ή αναντίρρητης υπακοής.
Η εμπροσθοφυλακή πρέπει να θέσει στον εαυτό της το στόχο της ανάπτυξης της άμεσης πολιτικής ευθύνης των μαζών, πρέπει να στοχεύσει στην αύξηση της δυνατότητας των μαζών να αυτο- οργανωθούν. Έτσι η έννοια αυτή της ηγεσίας είναι φυσική και ταυτόχρονα βελτιώνει την συνειδητοποίηση. Κατά τον ίδιο τρόπο, όσο καλύτερη είναι η προετοιμασία, τόσο πιο ωριμότεροι μαχητές μέσα στην οργάνωση θα αναλαμβάνουν το ρόλο του οδηγού και του εκπαιδευτή άλλων μελών έτσι ώστε να μπορούν να είναι όλοι καλά ενημερωμένοι και άγρυπνοι και στο θεωρητικό και τον πρακτικό τομέα, έτσι ώστε όλοι να γίνουν με τη σειρά τους εμψυχωτές.
Η οργανωμένη μειοψηφία είναι η εμπροσθοφυλακή ενός μεγαλύτερου στρατού και αντλεί τη λογική της για από αυτό τον στρατό – τις μάζες. Εάν η ενεργός μειοψηφία, η εμπροσθοφυλακή, αποχωριστεί από τη μάζα δεν θα μπορεί πλέον να λειτουργήσει κατάλληλα και θα γίνει μια κλίκα η κάτι σαν μια φυλή.
Σε τελική ανάλυση, η επαναστατική μειοψηφία μπορεί να είναι μόνο ο υπηρέτης των καταπιεσμένων. Έχει τεράστιες ευθύνες αλλά όχι προνόμια.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του χαρακτήρα της επαναστατικής οργάνωσης είναι η μονιμότητά του: υπάρχουν φορές όταν ενσωματώνεται και εκφράζει μια πλειοψηφία, η οποία τείνει στη συνέχεια να αναγνωριστεί ως η ενεργός μειοψηφία, αλλά υπάρχουν επίσης και περίοδοι υποχώρησης όταν η επαναστατική μειοψηφία δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα σκάφος σε μια θύελλα. Τότε πρέπει να αντέξει έτσι ώστε να μπορέσει να επανακτήσει γρήγορα το ακροατήριό της - τις μάζες - μόλις οι συνθήκες καταστούν ξανά ευνοϊκές. Ακόμα και όταν είναι απομονωμένη και αποκομμένη από τις λαϊκές βάσεις της ενεργεί σύμφωνα με τις σταθερές των λαϊκών επιθυμιών, διατηρώντας το πρόγραμμά της παρ’ όλες τις δυσκολίες. Μπορεί ακόμη και να οδηγηθεί σε συγκεκριμένες απομονωμένες πράξεις που προορίζονται για να ξυπνήσουν τις μάζες (πράξεις βίας συγκεκριμένων στόχων, εξεγέρσεις). Υπάρχει κίνδυνος τότε να αποκοπεί από την πραγματικότητα και να γίνει μια σέχτα ή μια εξουσιαστική, στρατιωτικού τύπου ηγεσία - για να αποφύγει να αχρηστευθεί ονειροβατώντας ή προσπαθώντας να ενεργήσει χωρίς να γίνει κατανοητή, οδηγημένη ή ακολουθούμενη από τη μάζα των ανθρώπων.
Για να αποφύγει έναν τέτοιο εκφυλισμό η μειοψηφία πρέπει να διατηρήσει την επαφή της με τα γεγονότα καθώς και με το περιβάλλον των εκμεταλλευόμενων - πρέπει να ψάξει ακόμα και για τις μικρότερες αντιδράσεις, τις μικρότερης κλίμακας εξεγέρσεις ή επιτεύγματα, να μελετήσει τη σύγχρονη κοινωνία με όλες της τις λεπτομέρειες, αντιφάσεις, αδυναμίες και δυνατότητές της για αλλαγή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεδομένου ότι η μειοψηφία συμμετέχει σε όλες τις μορφές αντίστασης και δράσης που κυμαίνονται από τα αιτήματα μέχρι το σαμποτάζ, από τη μυστική αντίσταση μέχρι την ανοικτή εξέγερση, διατηρεί την πιθανότητα καθοδήγησης και ανάπτυξης ακόμα και των πιο μικρής κλίμακας αναταραχών.
Από την προσπάθεια να διατηρήσει, ή να αποκτήσει, μια ευρεία γενική άποψη των κοινωνικών γεγονότων και της ανάπτυξής τους, με την προσαρμογή της τακτικής της στις συνθήκες του παρόντος, με το να είναι ο φρουρός του - κατ’ αυτό τον τρόπο η μειοψηφία μένει αληθινή στην αποστολή της και αποβάλλει τον κίνδυνο να παρακολουθεί απλώς τα γεγονότα ή να γίνει ένα μόνο θέαμα έξω και ξένη από το προλεταριάτο, να προσπεραστεί από αυτό. Αυτή (η μειοψηφία) αποφεύγει τους αφηρημένους υπολογισμούς και τα σχέδια για τις αληθινές επιθυμίες του προλεταριάτου. Προσκολλάται στο πρόγραμμά της αλλά το προσαρμόζει και διορθώνει τα λάθη της λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα.
Οποιοσδήποτε κι αν είναι οι περιστάσεις, η μειοψηφία δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσει ότι ο τελικός της στόχος είναι να εξαφανιστεί και να ενσωματωθεί στις μάζες όταν αυτές φθάσουν στο πιο υψηλό επίπεδο συνειδητοποίησής τους για την επίτευξη της επανάστασης.
Η επαναστατική εμπροσθοφυλακή[edit]
Με ποιες μορφές μπορεί η επαναστατική εμπροσθοφυλακή να παίξει το ρόλο της